Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οὐ ξυνώμοσαν

См. также в других словарях:

  • ξυνώμοσαν — συνόμνυμι swear together aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομνύω — ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α (στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.) αρχ. 1. ορκίζομαι μαζί με άλλον 2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»